- ορτυγοτροφος
- ὀρτυγοτρόφοςὀρτῠγο-τρόφος2выкармливающий перепелов Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορτυγοτρόφος — ὀρτυγοτρόφος, ὁ (Α) αυτός που εκτρέφει ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, υγος + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
ὀρτυγοτρόφον — ὀρτυγοτρόφος keeper of quails masc/fem acc sg ὀρτυγοτρόφος keeper of quails neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρτυγοτρόφοι — ὀρτυγοτρόφος keeper of quails masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρτυγοτρόφοις — ὀρτυγοτρόφος keeper of quails masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορτυγοτροφείον — ὀρτυγοτροφεῑον, τὸ (Α) [ορτυγοτρόφος] τόπος εκτροφής ορτυκιών … Dictionary of Greek
ορτυγοτροφώ — ὀρτυγοτροφῶ, έω (Α) [ορτυγοτρόφος] εκτρέφω ορτύκια … Dictionary of Greek